φιλαμπελώ

φιλαμπελώ
-όω, Μ [φιλάμπελος]·1. είμαι φιλάμπελος*
2. συνεκδ. αγαπώ τα προϊόντα τής αμπέλου, δηλαδή τα σταφύλια και το κρασί («ὃς ἦν φιλοινότατος καὶ τῶν φιλαμπελούντων», Τζέτζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”